τηξιμελής

τηξιμελής
τηξι-μελής, ές, Glieder schmelzend, verzehrend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τηξιμελής — ές, Α αυτός που λειώνει, που φθείρει τα μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < τήκω + μελής (< μέλος), πρβλ. λυσι μελής] …   Dictionary of Greek

  • τηξιμελεῖ — τηξιμελής wasting the limbs masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τηξιμελής wasting the limbs masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”